ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

επιλέξτε ιστορία

Μάχη της Αυγενικής 17-1-1897 ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΕΜΜ εκ Βενεράτου

Στη μνήμη αὐτῶν πού ἔπεσαν στη μάχη του 1897   -17 Ιανουαρίου-


Στα χίλια Οχτακόσια ενενήντα εφτά οι χρόνοι

στην Αὐγενική ἐπέσανε πάθη καϋμοί και πόνοι

Νάθελα στράψει ὁ οὐρανός και να μαυρίσει ἡ γιώρα

 τση Μεσσαράς το τακτικό όντε ‘θελα μπεῖ στη χώρα.


Ο σκύλος ὁ κολαγασής ήτανε μεθυσμένος,

σαν εἶδενε τους Χριστανούς σα σκύλος λυσσασμένος,

σαν εἶδενε τους Χριστανούς με δίχως ὅπλα πᾶνε,

ἀμέσως εδιώρισε ὁ σκύλος να τους φάνε.


Η μάχη τρομερά τάνε εκειά στο Καμαράκι,

πρῶτος ἀπού βαρήκενε Σταῦρος ὁ Σπινθουράκης.
Μεγάλη όργητα χενε ὁ Χάρος μέ τά σένα,

ἡ πρώτη σφαίρα πουπεσε στον πόδα τήνε παίρνει

και ξαναδευτερώνουνε και πέφτει ἀποθαμένος,

 Όφου ἄδικα που χάθηκε αὐτός ὁ ἀντρειωμένος,

Πιο κάτω Θιός στις λεμονιές, ἐκεια στο λιβαδάκι

 ἐκειά τἄνε κι ὁ θάνατος τοῦ ᾿Αντώνη του Βλαχάκη.
Ο θάνατος σου λύπησε αντρειωμένε ‘Αντώνη,

ἀπού σου να βασιλικός, τσ’ Αὐγενικῆς περβόλι.

“Αδύνατος ἦτο πολύς πού δέν ἦταν ἄλλος,

μικρός εἰς τὸ ἀνάστημα με στην καρδιά μεγάλος,

Μαζί του λαβωθήκανε αὐτός και τα Πετράκια,

ὁ Γιώργης με τον Κωνσταντή τα δυό  καλά ἀδελφάκια.

“όφου κακό που ἔπαθε ἡ κακομοίρα μάννα,

 να χάσει δυο χρυσά φλουριά μέσα ἀπό τήν κασέλα

τρία παιδιά  ’χε αρσενικά και να τσ᾿ ἀφήσει ἕνα,


Μαζί ’ντος ἐλαβώθηκε και το Χελιδονάκι,

 ὁ Ξενοφώντας, τέτοιος υιός, τέτοιο παλληκαράκι.

οἱ φίλοι του τον πήρανε καὶ πᾶνε στοῦ κυροῦ του

και λένε του το γιατρό να φέρει τοῦ παιδιοῦ του.

 Και ο γιατρός ἐρώτησε που εἶναι λαβωμένος,

 ἂν ἔχει ἐλπίδα για ζωή αὐτός ὁ ἀντριωμένος .

 Λέει του δυο δάκτυλα πιο κάτω από το φάλι

κι ο γιατρός ὡς τάκουσε τα χείλη του δαγκάνει.
Δὲν ἔχει ἐλπίδα για ζωή αὐτός ὁ ἀντριωμένος,

ὥστε νὰ πᾶτε στο χωριό θα νάναι ἀποθαμένος.


Του Γεργιανάκη ὁ Νικολῆς ποὕταν κοντά στ’ ἀσκέρι

σαν εἶδε και κατάλαβε πως κίνδυνο θα φέρει,

φεύγει φωνάζει στ’ άρματα παιδιά για θα πιαστούμε
ἂν δὲ βοηθήσει ἡ Παναγιά ὅλοι μας θα χαθοῦμε.

Και τ’ άρματα του ξέστρωσε και στ’ αλωνάκι φτάνει

πριχού να πάει  να κρυφτεῖ τοῦ τρέχει να ποθάνει.
Εκειά στο γύρο τ’ αλωνιού τον βρήκε μια σφαίρα

από τη μπάντα τη δεξα καί δέν ἐβγῆκε πέρα .

“Οφου και παραβαρήθηκα ἐτούτηνε τήν ὥρα

 και δῶστε μου μια λια νερό γιατί ποθαίνω κιόλας.

Και διδού ντου μια λια νερό και πίνει ένα μπαρντάκι,

μ’ αὐτό δέν ήτανε νερό μονό τονε  φαρμάκι

και σέρνει άλλη μια φωνή, ἄχι γλυκί μου ταῖρι

και πως θα ἀκούσεις σήμερα το σκοτεινό χαμπέρι.

Δεκάξι μήνες κάναμε σένα προσκεφαλάδι

κι’ απόψε γώ θα κοιμηθώ στο μαυρισμένο Άδη.
τα μάτια του ενεντράνισε σὰν εἶδε τον οντά του,

και σα το βρύσης το νερό τρέχουν τα δάκρυα του

κι ὕστερα τα χαμήλωσε και βγαίνει ή ψηχή του.

Ξένοι ἐχθροί καί ἐδικοί ἐκλάψαν το κορμί του.


Πολύ μακρά εἰς τό χωριό είναι να λειβαδάκι

έκειά τάνε κι ο θάνατος του Αηθωμιανοῦ Πετράκη.
όσοι Χριστ’ο πιστεύουνε και τόνε προσκυνοῦμε,

λιβάνι νά τσ’  ἀνάβουνε και να τσ’ συνχωροῦνε.

ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Γ  ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ  Βενεράτο

επιλέξτε ιστορία